Το ΤσουΛού, τα χρήματα και το μοίρασμα

από AllAboutARIS

Τα χρήματα από την πώληση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων αποτελεί για τις περισσότερες, αν όχι για όλες, τις ποδοσφαιρικές διοργανώσεις το κύριο έσοδο των συλλόγων. Ο τρόπος με τον οποίο, όμως, μοιράζονται αυτά τα χρήματα δεν είναι παντού ο ίδιος και κατ’ επέκταση δεν φέρνει παντού τα ίδια αποτελέσματα

Από την υπογραφή της πρώτης συμφωνίας πώλησης των τηλεοπτικών τους δικαιωμάτων, οι ομάδες της Πρέμιερλιγκ είχαν επιλέξει το μοντέλο της συλλογικής διαπραγμάτευσης. Και αυτό για προφανείς λόγους, ο σημαντικότερος από τους οποίους είχε να κάνει με τη διατήρηση μίας «λογικής» απόστασης ανάμεσα στους μεγάλους, τους οικονομικά ισχυρούς συλλόγους και τους μικρότερους.

Ήταν δεδομένο ότι αν είχε επιλεγεί το μοντέλο της ατομικής διαπραγμάτευσης, η Τσέλσι, οι δύο Μάντσεστερ, η Λίβερπουλ και η Αρσεναλ, για παράδειγμα, θα έπαιρναν περισσότερα χρήματα από όσα παίρνουν με τη συλλογική διαπραγμάτευση, ενώ αντιθέτως η Μπέρνλεϊ και η Σάντερλαντ, ας πούμε, θα έπαιρναν πολύ λιγότερα. Ετσι, γίνεται εύκολα κατανοητό ότι το πρωτάθλημα θα έχανε το ενδιαφέρον του αφού θα περιοριζόταν σε μία 4άδα ή μία 6άδα παικτών, γεγονός που περιορίζει αισθητά εισιτήρια, δημοφιλία, δραστηριότητα χορηγών και διαφημιστών. Δεν ισχυρίζομαι ότι ο παρών τρόπος διαπραγμάτευσης αποκλείει τη διεύρυνση του ανοίγματος μεταξύ ισχυρών και αδυνάτων αλλά μπορεί να κρατήσει κάποιες «ελεγχόμενες» ισορροπίες τουλάχιστον στο οικονομικό πεδίο, με δεδομένο ότι τα έσοδα από τα τηλεοπτικά γεγονότα, αυξάνονται κάθε τριετία. Θα πρέπει να συνυπολογίσει κάποιος και τα άλλα επιμέρους θετικά στοιχεία που περιλαμβάνει η παρούσα συλλογική μορφή της διαπραγμάτευσης.

ΣτοιχεIα όπως οι ρήτρες για την ενίσχυση των ποδοσφαιρικών ακαδημιών ή τις επιπλέον πληρωμές που παίρνουν οι ομάδες που υποβιβάζονται, προκειμένου να μειωθούν οι οικονομικές συνέπειες του σοκ του υποβιβασμού. Μάλιστα, οι ίδιες οι ομάδες για να μην κινδυνεύσει το μοντέλο της διαπραγμάτευσης από συχνές μεταβολές των χαρακτηριστικών του, αποφάσισαν οποιαδήποτε πρόταση για αλλαγές στον τρόπο και τη μορφή της διαπραγμάτευσης να συγκεντρώνει τη σύμφωνη γνώμη των 14 από τις 20 ομάδες της λίγκας. Μία πλειοψηφία πολύ ισχυρή για να ανατραπεί, ακόμη και αν το επιδιώξουν οι ισχυροί σύλλογοι, αφού δεν υπάρχει λόγος να ανατρέψουν ένα καθεστώς που τους ευνοεί, ενώ προστατεύει και το ποδοσφαιρικό προϊόν. Αν κοιτάξει κάποιος τον τρόπο με τον οποίο μοιράζονται τα χρήματα στην Πρέμιερλιγκ θα διαπιστώσει ότι ακόμη και με τη συλλογική διαπραγμάτευση οι ισχυροί είναι αυτοί που βγαίνουν κερδισμένοι. Το συνολικό ποσόν της συμφωνίας, μοιράζεται ως εξής.
Το 50% του συνολικού ποσού από τα τηλεοπτικά δικαιώματα, μοιράζεται εξίσου και στις 20 ομάδες. Το υπόλοιπο ποσό μοιράζεται με ένα τρόπο που βοηθά τους ισχυρούς. Το υπόλοιπο 50%, λοιπόν, πηγαίνει στις ομάδες ανάλογα με τον αριθμό των παιχνιδιών τους που μεταδίδονται ζωντανά από την τηλεόραση και τη θέση που καταλαμβάνουν στη βαθμολογία.

Η τηλεοπτική τρέλα

Η τηλεόραση φυσικά επιλέγει να μεταδίδει τα παιχνίδια των ισχυρών συλλόγων, που είναι και πιο δημοφιλείς και συγκεντρώνουν υψηλότερη τηλεθέαση, ενώ ψηλά στη βαθμολογία, εννιά φορές στις δέκα, τερματίζουν οι ισχυροί που μοιράζονται και το επιπλέον χρήμα. Τα περισσότερα χρήματα από τα τηλεοπτικά δικαιώματα, υποτίθεται πως θα βοηθούσαν τις ομάδες να μειώσουν ή να κρατήσουν σταθερές τις τιμές των εισιτηρίων έτσι ώστε να προσελκύσουν περισσότερο κόσμο στα γήπεδα, καθώς τον φόβο των άδειων κερκίδων τον αντιμετωπίζουν πολύ περισσότερο οι μικροί, παρά οι μεγάλοι.

Πριν λίγες μέρες το BBC παρουσίασε μία μεγάλη έρευνα για τις τιμές των εισιτηρίων στα αγγλικά γήπεδα από όπου προκύπτει πως τα εισιτήρια διαρκώς ακριβαίνουν από το `92 και μετά, ενώ στην Πρέμιερλιγκ υπάρχουν τα ακριβότερα εισιτήρια στην Ευρώπη. Παράλληλα διαρκώς αυξάνεται και το κόστος της τηλεοπτικής συνδρομής για τους θεατές, οι οποίοι πληρώνουν για το θέαμα όλο και περισσότερα. Πολλές φορές, εκτός κάθε λογικής. Γιατί, ποια οικονομική λογική υπαγορεύει να πληρώνει ο ΟΤΕ της Ελλάδας των 10 εκατομμυρίων ανθρώπων, τα μισά χρήματα από εκείνα που θα πληρώσει για τα τηλεοπτικά δικαιώματα του Τσάμπιονς Λιγκ, για την ίδια περίοδο, η ισχυρότερη οικονομία της ευρωζώνης, η Γερμανία των 90 εκατομμυρίων κατοίκων; Προφανώς, το κόστος αυτό, με κάποιο τρόπο θα μετακυληθεί στους καταναλωτές, οι οποίοι θα χρηματοδοτήσουν, σε τελική ανάλυση, τα πριμ που θα δώσει η ΟΥΕΦΑ στις ομάδες.

Η καταστροφή του Τσάμπιονς Λιγκ

Στο Τσάμπιονς Λιγκ, όμως, που είναι διασυλλογική οργάνωση, πώς μοιράζονται τα χρήματα; Ανάλογα με τη συμμετοχή. Το σε ποιους, βέβαια, είναι το κύριο ερώτημα. Και μοιράζονται σε εκείνους που παίρνουν μέρος, τους πρωταθλητές και τους ισχυρούς των εθνικών πρωταθλημάτων. Και αν κάποιος δει πόσο έχουν περιοριστεί οι διεκδικητές των πρωταθλημάτων -άρα και εκείνοι που μοιράζονται τα χρήματα- θα καταλάβει πόσο το συγκεκριμένο σύστημα διευρύνει το άνοιγμα ανάμεσα στους οικονομικά ισχυρούς και τους αδύναμους. Σε αυτό συντελεί και το financial fair play, αφού αντιμετωπίζει τους μεγάλους συλλόγους -εκείνους που μπορούν να ξοδέψουν- σαν «εθνικές» επιχειρήσεις ενώ έχουν γίνει είτε «εθνικά μονοπώλια» είτε πολυεθνικές. Το ποδόσφαιρο παγκοσμιοποιήθηκε πολύ γρηγορότερα από ό,τι άλλες βιομηχανίες και αυτό η ΟΥΕΦΑ -μία ρυθμιστική αρχή, δηλαδή- δεν θα μπορούσε ούτε να το προλάβει, ούτε να το σταματήσει. Όπως συμβαίνει με όλες, σχεδόν, τις ρυθμιστικές αρχές στην καπιταλιστική οικονομία με καταστροφικά αποτελέσματα.

Προτεινόμενα Άρθρα