Τα παιδικά χρόνια ενός "Πρωταθλητή"

από ΑλανιΑΡΗΣ

Επί προσωπικού το σημερινό κείμενο. Μια προσωπική ιστορία, νομίζω ενδιαφέρουσα. Αφορά εμένα, έναν καλό μου φίλο Αθηναίο, γιατρό και μάλιστα ψυχίατρο στο επάγγελμα, και έναν κοινό μας γνωστό, το όνομα του οποίο δεν θα αποκαλύψω, μεταξύ μας όμως τον φωνάζουμε με το παρατσούκλι του: ο "Πρωταθλητής".

Με τηλεφώνησε λοιπόν αυτός ο Αθηναίος φίλος μου, απηυδισμένος και αηδιασμένος από τη συμπεριφορά του κοινού μας γνωστού, για να ζητήσει τη βοήθειά μου. «Εσύ ρε φίλε που τον έζησες από μικρό, πάντα τέτοιος ήταν;» με ρώτησε ο γιατρός. Γέλασα με την ψυχή μου. «Καλά ρε γιατρέ», του απαντάω «εσύ τόσα χρόνια που του έκανες παρέα, του κράταγες το χέρι και τον καθοδηγούσες, σε κάθε δύσκολη ήσουν δίπλα του, τον χάιδευες και του έκανες τα χατίρια όταν σε παραμύθιαζε, ρωτάς τώρα εμένα αν ήταν πάντα έτσι; Καλός τρελογιατρός είσαι και του λόγου σου». Του το έκλεισα το τηλέφωνο εκνευρισμένος, αλλά γρήγορα μετάνιωσα και ένεκα της φιλίας μας αποφάσισα να του απαντήσω. Γραπτώς όμως, διότι τα γραπτά μένουν.

Μια ματιά στα παιδιά χρόνια του «πρωταθλητή» αρκεί γιατρέ μου για να σου δώσει απαντήσεις για το πώς ανδρώθηκε αυτό το έκτρωμα, αυτή η χωματερή ενστίκτων.

Μόνο γιατρέ μου, δεν μπορώ να σε διαφωτίσω για την πολύ μικρή του ηλικία. Τα παιδικά χρόνια του «πρωταθλητή» χάνονται μέσα στην ανυπαρξία. Στο απόλυτο τίποτα. Σε κάτι καταυλισμούς. Σε επαφή με τον πολιτισμένο κόσμο ήρθε την εποχή των συνταγματαρχών.

Όπως οτιδήποτε σάπιο και παρασιτικό «ανθίζει» στις κοπριές και τα περιττώματα, στην εποχή της πολιτικής «κοπριάς» εμφανίστηκε και αυτός.

Όταν τον ρωτούσαμε «Τίνος είσαι εσύ ρε καρντάση;», δεν ήξερε να απαντήσει. Έλεγε διαρκώς κάτι ακατάληπτες ιστορίες με δράκους και αρκούδες. Την μια φορά ότι ήταν ταπεινός και κατατρεγμένος, κυνηγημένος και απόκληρος. Την άλλη μάγκας και νταής. Κατά πως βόλευε η περίσταση, σου ταίριαζε μια ιστορία. Μεγάλος παραμυθάς, «Παππού Χρυσοβελώνη» τον φωνάζαμε πιτσιρίκια για τα παραμύθια που σκάρωνε.

Μεγαλώνοντας γιατρέ μου έδειξε ότι ήταν σκατοχαρακτήρας. Ανήθικος. Δίχως ίχνος σεβασμού σε καμία αξία. Ανάξιος εμπιστοσύνης. Φελλός κανονικός που επέπλεε. Είχε τον τρόπο του.

Πολυπρόσωπος ΠΑΝΤΑ. Το πράσινο γκουβέρνο στην εξουσία, πράσινη γραβατούλα ο «πρωταθλητής», το μπλε γκουβέρνο στην εξουσία, μπλε γραβατούλα ο «πρωταθλητής», το κόκκινο γκουβέρνο στην εξουσία, κόκκινη γραβατούλα ο «πρωταθλητής». Έραβε την γραβατούλα κατά την περίσταση. Σφουγγοκωλάριος το δίχως άλλο. Αλλά καλός στη δουλειά του θαρρώ, για να τον προτιμάνε καλός θα ήταν.

Δεν υπήρχε γιατρέ μου π@υστι@ που να μην ήταν από πίσω. Μια αρπαχτή με ιδιωτικά κανάλια πριν πολλά χρόνια, ο «πρωταθλητής» από πίσω. Ένα ετοιμόρροπο άλλαξε χέρια κανά δυο φορές, απλοχεριά καραμπινάτη, ο «πρωταθλητής» από πίσω. Κάτι εξοπλιστικά πιάστηκαν στα πράσα γιατρέ μου, βρήκαν έναν αυτοφοράκια και τον πάνε στην μπουζού. Πριν τον μπουζουριάσουν, του ψάχνουν τις τσέπες του αυτοφοράκια, και τι βρίσκουν γιατρέ μου;

Κάρτες του «πρωταθλητή». Σκάει χρηματιστηριακή φούσκα, ο «πρωταθλητής» από πίσω, τσακώνουν έναν έμπορο όπλων, πρώτη μούρη στην εφημερίδα ο εμποράκος και δίπλα του η μουτσουνάρα του «πρωταθλητή».

Αδίστακτος γιατρέ μου. Και όλος ο περίγυρός του ίδια κοπριά. Άμα θύμωνε, θόλωνε. Και άμα θόλωνε, δεν είχε ιερό και όσιο, την ίδια του τη μάνα πούλαγε. Φίλους πάντα είχε τους ισχυρούς. Γιατρέ μου όλα κι όλα. Σκατοχαρακτήρας μεν, οι φίλοι του ένας κι ένας δε. Τα περισσότερα πάρε δώσε με την αστυνομία. Που τον έχανες που τον εύρισκες, καφεδάκι με τον νοματάρχη, όταν ήταν νέος. Όταν μεγάλωσε, όλοι οι αξιωματικοί έπιναν νερό στο όνομά του.

Είχε τον τρόπο του ο «πρωταθλητής». Αλλωστε τους χρειάζονταν, δεν θέλει πολύ να σε πιάσουν με τα ζάρια στο χέρι. Το μπαρμπούτι έχει τη γλύκα του, αλλά έχει και τα ζόρια του. Αδυναμία τεράστια στο μπαρμπούτι ο «πρωταθλητής». Εκεί θαρρώ απέκτησε και το παρατσούκλι αυτό.

Ένα καλό είχε όμως γιατρέ μου και του το αναγνωρίζω. Το ύφος του αθώου. Τον τσάκωσαν πιτσιρικά με μια γίδα στην πλάτη και ορκιζόταν ότι την πήγαινε στο γιατρό. Το έλεγε τόσο φυσικά, κανονικός θεατρίνος. Είχε βρει μια καλή κοπέλα, την παντρεύτηκε. Μουρντάρης και βρομιάρης από γεννησιμιού, που τον έχανες που τον έβρισκες στο λιμάνι μεριά. Εξαφανιζόταν, τάχα για δουλειές. Δεν άντεξε η δόλια η γυναίκα του, κατεβαίνει και τον κάνει τσακωτό στο κρεβάτι. Ο αθεόφοβος ορκίζονταν ό,τι δεν είχε ιδέα πως βρέθηκε η παστρικιά δίπλα του στο κρεβάτι. «Ποιά είναι αυτή; Σου ορκίζομαι, δεν την ξέρω, δεν έχω ιδέα πως βρέθηκε δίπλα μου». Τον παράτησε η δόλια, τότε άρχισε να τον σιχαίνεται ο ντουνιάς. Αντί να βάλει μυαλό όμως, έγινε πιο πρόστυχος.

Εκεί κάτω στη χαβούζα, λέγεται ότι γνώρισε έναν Σωκράτη, θαρρώ παρατσούκλι είναι, και μπαινόβγαινε στο σπίτι του. Ξεπεσμένος αριστοκράτης, αλλά καλοστεκούμενος ο Σωκράτης, παλιός και γνωστός στην πιάτσα μπαρμπουτιέρης, έμπασε τον «πρωταθλητή» στα καταγώγια.

Δεν ξέρω πολλά μην με ρωτάς. Ξέρω ότι τον είχε εικόνισμα ο «πρωταθλητής». Θεό δεν πίστευε, αλλά σαν ευαγγέλιο τηρούσε τις οδηγίες που του έδωσε αυτός ο Σωκράτης. Και πώς να μην τις τηρούσε, πάντα έπιαναν τόπο. Μια φήμη λέει γιατρέ μου ότι πολύ αργότερα ο «πρωταθλητής» μπαρμπουτιέρης δάγκωσε έναν παππού μικρασιάτη άσχημα. Τελευταία ζαριά ο «πρωταθλητής», κούναγε τα ζάρια σαν να υπνώτιζε. Ο μικρασιάτης του τα έπαιρνε μέχρι εκείνη τη στιγμή αλλά έμενε η τελευταία ζαριά. Ρίχνει τα ζάρια ο «πρωταθλητής», «Τρία δυο» λέει ανακουφισμένος ο παπούλης, «κέρδισα». «Βάλε γυαλιά παππούλη» ψιθυρίζει απειλητικά ο «πρωταθλητής» και ανασηκώνεται λίγο για να φανεί το κουμπούρι που έκρυβε στο ζωνάρι του.

Κρύος ιδρώτας έλουσε τον παππούλη, τα ήθελε όμως και ο κώλος του που το ‘στρωσε με τον «πρωταθλητή». «Τώρα που τα ξαναβλέπω, τέσσερα δυο, έχασα» είπε τρεμάμενος ο παπούλης και σηκώθηκε και έφυγε τρέχοντας, σαν διαφήμιση φαρμάκου αρθριτικών ένα πράμα.

Κάποια στιγμή χάθηκε γιατρέ μου. Τον χάσαμε από παντού. Αλλοι λένε αρρώστησε, άλλοι λένε τα έχασε όλα στο κουμάρι και το μπαρμπούτι και δεν άντεξε την ντροπή και έφυγε από το χωριό, άλλοι λένε μπάρκαρε. Τι να σου πω. Όταν εμφανίστηκε ξανά, μίλαγε συχνά πυκνά κάτι σαν ρώσικα, όρκο δεν παίρνω όμως. Ντυμένος κοκέτα, στην τρίχα. Όρκο παίρνω για αυτό.

Έπιασε την καλή και φαίνονταν, μέχρι χρυσό δόντι έβαλε, τίμησε την καταγωγή του, του το
αναγνωρίζω.

Βρίσκει δυο νέα φιλαράκια, έναν βενζινά και έναν εφημεριδά. Τους πουλάει παραμύθι, τους μαγκώνει, κάνει τη δουλειά του, τον έναν τον αφελή τον εφημεριδά τον στήνει στα 4 μέτρα, πριονοκορδέλα. Τον κεντάει τέσσερις ύπουλες πισώπλατα, στου Γκύζη θαρρώ, πάει να σηκώσει κεφάλι ο εφημεριδάς, του τραβάει μια σκηνοθεσία ξεγυρισμένη ότι και καλά ο εφημεριδάς του επιτέθηκε, το έβαλε στα πόδια ο εφημεριδάς, νέφτι στον αφράτο πισινό του, εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Τον άλλο τον βενζινά τον δάγκωσε και αυτόν, ο βενζινάς όμως παλιά καραβάνα του την έφερε. Μια και δυο, στο γκουβέρνο ο «πρωταθλητής» να κλαφτεί. Όποτε τα πράγματα ήταν σκούρα, τράβαγε καρφί για το Μέγαρο. Του τον είχε μάθει τον δρόμο ο Σωκράτης ή όπως τέλος πάντων τον έλεγαν αυτό τον αριστοκράτη. Κλάφτηκε, απείλησε, υποσχέθηκε, αντάλλαξε, ο Θεός και η ψυχή του. Ποιος Θεός, δηλαδή, είπαμε, άπιστος δήλωνε. Το γκουβέρνο υποσχέθηκε βοήθεια, αλλά ζήτησε και βοήθεια. Παστρικές δουλειές δηλαδή.

Περισσότερα δεν ξέρω. Τότε θαρρώ τον βαφτίσανε και επίσημα «πρωταθλητή».Τα υπόλοιπα τα ξέρεις Αθηναίε φίλε μου και γιατρέ μου, τι ν
α σου πω εγώ περισσότερο. Εσύ τον ξέρεις καλύτερα πλέον, δικό σου τερατούργημα είναι.

Προτεινόμενα Άρθρα

ALLABOUTARIS TV! ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΣΤΙΣ 20:00 ΣΤΟ ΚΑΝΑΛΙ ΤΟΥ ALLABOUTARIS.GR ΣΤΟ YOUTUBE!

X