Avē Γιάννη Ιωαννίδη. Τα «ξανθόσκυλα» σου σε αποχαιρετούν

από Περικλής Τράιος

Προσπαθώ από προχθές το απόγευμα, να γράψω τρεις λέξεις.

Τρεις λέξεις…

Τρεις λέξεις για αυτό το δυσάρεστο νέο που συγκλόνισε όλο το Πανελλήνιο.

Λες και αρκούν τρεις λέξεις…

Μα, είναι δυνατόν να χωρέσουν σε τρεις λέξεις όλα αυτά που θέλω να πω και να γράψω για τον «Ξανθό»;

Βιβλία ολόκληρα μπορούμε να γράψουμε και αφιερώματα σε εκπομπές επί εκπομπών να κάνουμε.

Πάλι δεν θα φτάνουν για να μπορέσουν να χωρέσουν όλα αυτά που έχουμε να πούμε κι όλα αυτά που νιώθουμε.

Για τον Ιωαννίδη μιλάμε.

Για τον Γιάννη Ιωαννίδη.

Μία από τις μεγαλύτερες και εμβληματικότερες προσωπικότητες που πέρασαν στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού και όχι μόνο.

Όταν το έμαθα λύγισα.

Ένιωσα λες και κάτι ξεκόλλησε μέσα μου.

Δεν μπορούσα και δεν τολμούσα ούτε καν να το ψελλίσω.

«Ο Γιάννης Ιωαννίδης, είναι νεκρός…».

Έμεινα σιωπηλός για αρκετά λεπτά και άφησα το μυαλό να ταξιδεύσει…

Σαν αστραπή πέρασε από μπροστά μου μια ολόκληρη ζωή!

Σαν ένα βίντεο, με εικόνες και στιγμές διάφορες που είχαν να κάνουν με τον Γιάννη Ιωαννίδη.

Βούρκωσα.

Δεν μπορούσα να το πιστέψω.

Δεν ήθελα να το πιστέψω!

Στα δικά μου μάτια, ήταν (και θα είναι παντοτινά), ΑΤΡΩΤΟΣ, ΑΓΕΡΩΧΟΣ και ΑΛΥΓΙΣΤΟΣ.

Έτσι όπως τον ήξερα και τον θυμάμαι πάντα.

Σαν Αρειανό, σαν προπονητή, σαν πολιτικό, σαν Άνθρωπο.

Έτσι όπως τον έχω σαν εικόνα όλα αυτά τα χρόνια, σε όλες αυτές τις φορές που είχαμε βρεθεί από κοντά.

Και δεν ήταν λίγες… 

Από τη πρώτη φορά που τον είχα δει από κοντά, τέλη Αυγούστου του 1985, έξω από το Παλε…

Ο ΑΡΗΣ ήταν νταμπλούχος και είχε ήδη ανοίξει την πόρτα και είχε μπει στα σαλόνια της Ευρώπης, φτάνοντας στους τέσσερις του Κόρατς.

Κι εγώ, πιτσιρικάς, όπως κάθε καλοκαίρι τότε, δούλευα «τσιράκι» (βοηθός) στην Έκθεση στήνοντας περίπτερα και παίρνοντας ένα γερό μεροκάματο.

Είχα πετύχει τον «Ξανθό» έξω από το Παλέ, στο Κυλικείο.

Κουβαλούσαμε καδρόνια και νοβοπάν, από το περίπτερο 5 που ήταν η βάση μας.

Και ξάφνου μπροστά μας ο Ιωαννίδης!

ΔΕΟΣ!

Τα χάσαμε.

Φορούσε φόρμες του Συλλόγου και πιθανόν θα είχε προπόνηση.

Δεν το πίστευα!

Ήταν ο προπονητής του ΑΡΗ.

Αυτός, που λίγους μήνες πριν, τον είχα μπροστά μου, σε εκείνο το θρυλικό ματς με τη Λιβόρνο, όταν κερδίσαμε τους Ιταλούς και προκριθήκαμε στους ημιτελικούς του Κόρατς.

Τι αγώνας Θεέ μου!

Μπορεί να είχε και 8.000 κόσμο, παστωμένους σαν σαρδέλες (τότε δεν είχε ακόμη καρεκλάκια στο Αλεξάνδρειο).

Μια ατμόσφαιρα εκρηκτική, μια πύρινη κερκίδα και μέσα στο παρκέ μια ομάδα ατσάλινη, που είχε καταπιεί του τρομοκρατημένους Ιταλούς.

Ήταν αυτός, που τον έβλεπα στη τηλεόραση εκείνα τα απογεύματα του Σαββάτου, τότε που έχτιζε την μεγάλη Αυτοκρατορία του ΑΡΗ.

Δεν του μίλησα.

Ντράπηκα τότε…

Του το είχα πει πολλά χρόνια μετά, σε έναν από τους υπέροχους καφέδες που πίναμε στην ταράτσα του Βασιλικού Θεάτρου, μαζί με τον κοινό αγαπημένο μας φίλο, τον Κώστα τον Μπαχαράκη.

Μετά το 2009, όταν πλέον ήταν απλός βουλευτής και σίγουρα είχε περισσότερο χρόνο, καθώς δεν είχε τον όγκο εργασίας του Υπουργείου, είχε τη δυνατότητα να αφιερώνει περισσότερο χρόνο στον εαυτό του.

Είχαμε μια αυθεντική σχέση ειλικρίνειας και το εκτιμούσε αυτό, γιατί και ο ίδιος ήταν ντόμπρος και δεν του άρεσαν ούτε τα μισόλογα, ούτε τα σαλιαρίσματα.

«Σου έχω ρίξει απίστευτο βρισίδι και μπινελίκι, εκείνο το απόγευμα που ήρθες στο Παλέ, για πρώτη φορά με τον Ολυμπιακό…», του είχα πει και είχε σκάσει ένα βαθύ χαμόγελο με νόημα.

Τι να κάνουμε;

Μας είχε πληγώσει τότε που έφυγε και πήγε στον Ολυμπιακό.

Ειδικά όλους εμάς, που δηλώναμε και είμασταν ορκισμένα «ξανθόσκυλα».

Κάναμε πολλά χρόνια να το αποδεχτούμε και να συμβιβαστούμε στην ιδέα ότι μέσα στα πλαίσια του επαγγελματισμού, μπορεί να φύγει και να πάει σε άλλη ομάδα, ένα ίνδαλμα.

Ωστόσο, επειδή και ο ίδιος ήταν οπαδός του Συλλόγου και πάνω από όλα ένας άνθρωπος ακραία συναισθηματικός, είχε κατανοήσει τις αντιδράσεις κι όλο εκείνο το πολεμικό κλίμα που υπήρξε εναντίον του.

Κι ας τον είχε πειράξει τότε…

«Όταν αγαπάς πραγματικά κι αισθανθείς ότι αυτό που αγαπάς σε προδίδει, τότε η αγάπη γίνεται μίσος…όμως αυτή η αγάπη, επειδή είναι βαθιά και δυνατή, δε χάνεται ποτέ», έλεγε με μια ωριμότητα αφοπλιστική. 

Είχε απόλυτο δίκιο.

Το ήξερε πολύ καλά, ότι εκείνη τη μέρα, κανείς δεν ισοπέδωνε, ούτε ξεχνούσε όλα αυτά τα πολλά και ανεκτίμητα που είχε προσφέρει στον Σύλλογο.

Υπήρχε όμως ένα πελώριο ΓΙΑΤΙ…

Λογικό.

Ήταν το απόλυτο τοτέμ και το Αρειανό πρότυπο μας.

Που να το δεχθείς…

Λίγα χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1996, ήταν η πρώτη φορά, που θα βρισκόμουν με τον «ξανθό», στο τετ α τετ.

Εκείνο το ζεστό καλοκαιρινό βράδυ, στη Σίβηρη, είχα καταλάβει και είχα εμπεδώσει για τα καλά, το μέγεθος της αγάπης του για αυτό τον Σύλλογο.

Είχαμε πάει με τον συγχωρεμένο τον «Μπρούνο» (Δημήτρης Παπαδόπουλος) και άλλα παιδιά από τον σύνδεσμο (SUPER 3) να τον βρούμε.

Η συνεργασία του με τον Ολυμπιακό είχε τελειώσει.

Ο Κόκκαλης τον είχε αδειάσει.

Εκ των πραγμάτων, είχε αναπτυχθεί μια έντονη φημολογία, για το που θα είναι ο επόμενος σταθμός…

Όλες οι ομάδες των θέλανε.

Ο Οικονομίδης (τότε πρόεδρος του μπασκετικού Π.Α.Ο.Κ.) έδινε «γη και ύδωρ»…

Αυτό ήταν.

Χτύπησε συναγερμός.

Μπήκαμε στα αυτοκίνητα και πήγαμε στη Σίβηρη.

«Δεν πιστεύω να πας στο Π.Α.Ο.Κ.», ήταν η πρώτη ατάκα που του είπε ο Μητσάρας ο Μπρούνο, πριν ακόμη προλάβει να καταλάβει ο «ξανθός», ποιοι είμαστε και τι κάνουμε βραδιάτικα έξω από το σπίτι του στη Χαλκιδική.

«Είσαι τρελός ρε Μπρούνο; Θα πίστευες ποτέ ότι θα έκανα κάτι τέτοιο; Δεν υπάρχει περίπτωση, για όλα τα λεφτά του κόσμου…», ήταν η απάντηση του, την ώρα που μας άνοιγε την πόρτα να περάσουμε μέσα.

Καθίσαμε τρεις ώρες, μπορεί και παραπάνω.

Είπαμε πολλά εκείνη τη μέρα…

Ήπιαμε, μιλήσαμε, γελάσαμε, δακρύσαμε, θυμηθήκαμε, νοσταλγήσαμε…

Βγήκε πολύ Αρειανοσύνη.

Εκείνη τη μέρα είχε σπάσει ο πάγος…

Δύο χρόνια μετά, τον Γενάρη του 98, θα ανταμώναμε και πάλι.

Ο ΑΡΗΣ κέρδιζε το πιο μάγκικο τρόπαιο στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ, όταν ομάδα και κόσμος, έλιωναν Παναθηναικό στον ημιτελικό και Α.Ε.Κ. στον τελικό.

Το προηγούμενο βράδυ του τελικού, είχαμε πάει να τον βρούμε.

Ψαχτήκαμε και πήγαμε με τον Σόφο και άλλα αδέλφια, στο ξενοδοχείο της Α.Ε.Κ.

Ήταν στο Μακεδονία Παλλάς.

Μπήκαμε μέσα.

Όπως έμπαινες στο λόμπυ, δεξιά σε έναν μεγάλο καναπέ, ήταν ο «ξανθός» περιτριγυρισμένος (όπως πάντα) από κόσμο.

Αγόρευε (όπως πάντα).

Του το «χαλάσαμε»…

Δεν θα πω ονόματα, άλλωστε τΙ σημασία έχει.

Στην ομήγυρη πάντως, ήταν και κάποιοι γνωστοί Αρειανοί, οι οποίοι γεγονός είναι ότι… ψιλοπαγώσανε μόλις μας αντίκρυσαν, στη μία τα ξημερώματα…

«Ξανθέ, αύριο το κύπελλο θα το πάρουμε ΕΜΕΙΣ ή ΚΑΝΕΙΣ, δεν υπάρχει κάτι άλλο», του είχαμε πει.

Απλά κι όμορφα.

Τα έχουμε πει για εκείνο το φάιναλ φορ.

Δεν υπήρχε περίπτωση ούτε μία στο εκατομμύριο να χάσουμε εκείνη την κούπα, μέσα στο σπίτι μας.

ΟΡΚΟΣ ΟΜΑΔΑΣ ΚΑΙ ΛΑΟΥ.

Εκείνο το τρόπαιο, ήταν η επιτομή της ΑΡΕΙΑΝΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΛΕΒΕΝΤΙΑΣ. 

Κάποια στιγμή μετά από χρόνια, σε ένα καφέ μας, τον είχα ρωτήσει αν τελικά εκείνο το βράδυ ήταν τσαντισμένος και κλωτσούσε ότι έβρισκε μπροστά του ή μέσα του ένιωθε χαρούμενος.

Είχε αιφνιδιαστεί με την ερώτηση.

«Πόσο όμορφη πόλη έχουμε…» απάντησε χαμογελώντας και κοίταζε τον Λευκό Πύργο.

Αυτός ήξερε μέσα του.

Την επόμενη χρονιά, ήταν ακόμη μια σημαντική στιγμή που θέλω να μοιραστώ.

Ήταν η παρουσία του στη πρώτη ραδιοφωνική εκπομπή του Συνδέσμου.

Είχα την μεγάλη ευθύνη να επιμελούμαι και να παρουσιάζω τις εκπομπές του SUPER 3, τα πρώτα χρόνια.

Λόγω της πρότερης εμπειρίας μου με το «πειρατικό» ραδιόφωνο, είχαμε ξεκινήσει τις εκπομπές, στο Μετρόπολις.

Ήταν Μάρτης του 1999 η πρώτη εναρκτήρια εκπομπή.

Ήμουν με Νίκο και Γιάννη και ο πρώτος επίσημος καλεσμένος που είχαμε βγάλει, ήταν (φυσικά) ο Γιάννης Ιωαννίδης.

«Πέσαν τα τσιμέντα»…

Ανείπωτη συγκίνηση και Αρειανό μεγαλείο. 

Εκεί πια είχαν αποκατασταθεί πλήρως οι σχέσεις.

Για την ιστορία, να πω ότι οι άλλοι δύο επίσημοι καλεσμένοι μας εκείνη τη μέρα, ήταν ο τότε Υπουργός Μακεδονίας-Θράκης Γιάννης Μαγκριώτης και ο τότε Δήμαρχος Θεσσαλονίκης, Βασίλης Παπαγεωργόπουλος.

Αργότερα, το 2004, είχα την χαρά και την τιμή, να παρουσιάσω στο Ολυμπιακό Μουσείο, το βιβλίο του Κώστα Ίντου για την ιστορία του μπασκετικού ΑΡΗ.

Είχα προλογίσει τον Γιάννη Ιωαννίδη, πριν πάρει τον λόγο να μιλήσει.

Πόσο περήφανος είχα νιώσει…

Περήφανος που με είχε αξιώσει ο Θεός, να παρουσιάσω μια τόσο όμορφη και ξεχωριστή εκδήλωση και να μιλήσω για αυτόν τον σπουδαίο άνθρωπο, για αυτόν τον ΤΕΡΑΣΤΙΟ Αρειανό, για το Ίνδαλμα μου, σε μια τόσο σημαντική στιγμή όπως εκείνη της παρουσίασης του βιβλίου της ιστορίας του μπάσκετ.

Πραγματικά όμως, σας μιλάω με κάθε ειλικρίνεια, όσο σπουδαία και ξεχωριστά ήταν όλα αυτά, δεν υπήρχαν πιο όμορφες στιγμές από εκείνους τους υπέροχους καφέδες μας και τις φοβερές συζητήσεις μας.

Εκεί, στο cafe του Βασιλικού Θεάτρου, όπου καθόμασταν με τον Κώστα (Μπαχαράκη), στη σκιά του Λευκού Πύργου και απολαμβάναμε τον καφέ μας και δεν σταματούσε να μας διηγείται ιστορίες της ζωής με βάση, τι άλλο, από την μεγάλη κοινή μας αγάπη, τον ΑΡΗ.

Τον λάτρευε τον ΑΡΗ ο Γιάννης Ιωαννίδης.

Και να είστε σίγουροι, ότι αυτή την αγάπη του και αυτό το βαθύ συναίσθημα του για τον Σύλλογο, είχε καταφέρει και το είχε μεταλαμπαδεύσει σε όλους εμάς.

Ήταν ένας ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗΣ.

Ένας πραγματικός σύγχρονος Μέγας Αλέξανδρος, που ΕΝΩΣΕ κι αυτός την Ελλάδα και τον Ελληνισμό κι έκανε τον ΑΡΗ και τη Θεσσαλονίκη, πασίγνωστους σε κάθε γωνιά της Ευρώπης!

Γιατί εκείνη η ομαδάρα, ήταν ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑ του.

Ήταν ο μαέστρος σε μια εκπληκτική ορχήστρα!

Ήταν αυτός που έκανε ΟΜΑΔΑ, τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Σούμποτιτς, τον Φιλίππου, τον Λυπηρίδη, τον Ρωμανίδη, τον Μισούνοφ, κι όλα τα παιδιά του, που έγραψαν χρυσές σελίδες ιστορίας με τους αναρίθμητους τίτλους, τα πρωταθλήματα, τα κύπελλα, τα νταμπλ, τις ευρωπαικες επιτυχίες.

Αλλά ο μέγιστος τίτλος τους, ήταν αυτός που ΠΟΤΕ και κανένας δεν πέτυχε κι ούτε πρόκειται να πετύχει : ΝΑ ΕΝΩΣΟΥΝ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ!

ΕΝΑΣ ΛΑΟΣ-ΕΝΑ ΕΘΝΟΣ-ΜΙΑ ΟΜΑΔΑ!

Ήταν τα παιδιά του «Θεού του Πολέμου» που καθήλωσαν όλη την Ελλάδα και έκαναν τα εκατομμύρια των Ελλήνων, σε κάθε γωνιά της πατρίδας και όλου του πλανήτη, να κλαίνε από χαρά και περηφάνια, κάθε Πέμπτη βράδυ.

Εκατομμύρια Ελλήνων, από τις Πρέσπες ως το Καστελόριζο, κι από το Ορμένιο, μέχρι τη Γαύδο, ΠΑΝΤΟΥ, κάθε Πέμπτη βράδυ, μαζεύονταν και γίνονταν κοινωνοί και συμμετείχαν με το δικό τους τρόπο, σε εκείνη την απερίγραπτη μυσταγωγία.

Και η συμβολή του Γιάννη Ιωαννίδη, ήταν καταλυτική.

Γιατί πριν από εκείνη την σούπερ ομαδάρα, είχε δείξει την αξία και τος δυνατότητες του, όταν με τον Χάρη Παπαγεωργίου τον Βαγγέλη Αλεξανδρή, τον Βασίλη Παραμανίδη, τον Διονύση Ανανιάδη, τον Χωλόπουλο, τον Σκόνδρα, τον Νάστο, τον Σπάρταλη, τον Καλαντίδη, είχαν κατακτήσει το πρωτάθλημα του 79, κι έβαζαν τις βάσεις, στέλνοντας παράλληλα το απόλυτο μήνυμα, της ανατολής μια Αυτοκρατορίας, που έρχονταν για να συγκλονίσει.

Avē Γιάννη Ιωαννίδη.

Τα «ξανθόσκυλα» σου υποκλίνονται και σε αποχαιρετούν…

ΣΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΟΛΑ.

 

Προτεινόμενα Άρθρα