«Τα καλύτερά μας χρόνια!»

από Νίκος Παπαδόπουλος

Ο «Αμερικανός» Κώστας Μόκαλης και ο αδελφικός του φίλος, Γιώργος Ζήνδρος, παραχώρησαν μία ενδιαφέρουσα συνέντευξη στην εφημερίδα «ΑΡΗΣ ΕΙΣΑΙ!», μιλώντας για τον δικό τους ΑΡΗ σε ένα ταξίδι αναμνήσεων.

Διαβάστε τη συνέντευξη που παραχώρησαν οι δύο παλαίμαχοι του ΑΡΗ στην εφημερίδα «ΑΡΗΣ ΕΙΣΑΙ»!

Αύγουστος 1949. Ο τριετής Εμφύλιος Πόλεμος λήγει και πολλοί Έλληνες αφήνουν πίσω τους το σκηνικό έντασης, προκειμένου να κάνουν μια νέα αρχή σε χώρες του πρώην Ανατολικού Συνασπισμού. Ουγγαρία και Ρουμανία συνέστησαν δημοφιλείς προορισμούς και έμελλε να αποτελέσουν τις γενέτειρες δύο ανθρώπων που αργότερα θα έγραφαν ιστορία με τον ΑΡΗ. Γιώργος Ζήνδρος και Κώστας Μόκαλης έκαναν τα πρώτα βήματα τους σε άλλες χώρες, βλαστάρια Ελλήνων μεταναστών, στοιχείο που τελικά θα αρκούσε για να δημιουργήσει μια «στενότατη» φιλία. Εντοπίστηκαν απ’ τον ΑΡΗ την ίδια σεζόν (1976), ήρθαν στην Ελλάδα, έγιναν «κολλητοί» και συνέθεσαν ίσως την κορυφαία δεξιά πλευρά στην ιστορία του Συλλόγου. Ο ένας αποκαλεί τον άλλο «αδερφό» και παρατηρώντας τους, αντιλαμβάνεσαι ότι όντως θα μπορούσαν να έχουν το ίδιο αίμα. Για τους Γιούρι (Ζήνδρος) και Γκας (Μόκαλης), η φιλία έγινε κουμπαριά και παρά το γεγονός ότι πλέον τους χωρίζει ο Ατλαντικός ωκεανός (ο Μόκαλης διαμένει και εργάζεται στις ΗΠΑ), οι δύο τους δεν παραλείπουν να επικοινωνούν συχνά. Κύριο θέμα συζήτησης, τι άλλο εκτός απ’ τον λατρεμένο τους ΑΡΗ; Αναπολούν μελαγχολικά στην εφημερίδα «ΑΡΗΣ ΕΙΣΑΙ» την κοινή αφετηρία, τις πλάκες του τεράστιου Αλκέτα Παναγούλια, τα μεγάλα παιχνίδια στην Ευρώπη, αλλά και τον… εφιάλτη του χαμένου μπαράζ στον Βόλο. Μιλούν για το «τώρα» με πίκρα, ενόχληση και προβληματισμό, ενώ χαρακτηρίζουν τα κιτρινόμαυρα χρόνια ως τα κορυφαία της καριέρας τους. Πρόκειται για μια πραγματικά ξεχωριστή συνέντευξη, με δεδομένο ότι οι επισκέψεις του Μόκαλη στην Ελλάδα είναι πλέον ιδιαίτερα σπάνιες.

-Κ. Μόκαλη, δε σας βλέπουμε συχνά στην Ελλάδα. Έχετε δεσμούς πλέον με τη χώρα μας;
«Έχω τον αδερφό μου εδώ και τη μητέρα μου. Έχω πάρα πολύ καλούς φίλους. Παλιά ερχόμουν πιο συχνά, αλλά τώρα τελευταία όχι τόσο πολύ».

-Με τον Γιώργο Ζήνδρο έχετε μια ιδιαίτερα δυνατή φιλία, ενώ είστε και κουμπάροι. Γιατί «δέσατε»;
«Εγώ ήρθα απ’ την Ουγγαρία, ο Γιώργος απ’ τη Ρουμανία και ο Ισαακίδης απ’ τη Βουλγαρία. Ο Αλκέτας μας φώναζε «το σύμφωνο της Βαρσοβίας». Μας έλεγε «α ρε κομούνες»! Γίναμε κολλητοί κατευθείαν γιατί μιλούσαμε και περίπου την ίδια γλώσσα. Ήμασταν 20-21 χρονών. Τότε λόγω του Εμφυλίου πολέμου, όπου βρέθηκαν οι γονείς μου, εκεί γεννήθηκα. Οι γονείς μου γνωρίστηκαν στη Βουδαπέστη, παντρεύτηκαν εκεί και έκαναν ζωή. Δεθήκαμε κατευθείαν με τον Γιώργο γιατί και οι δύο είχαμε έρθει από άλλη χώρα. Ήμασταν τα “ξένα παιδάκια”».

-Πως καταλήξατε στον ΑΡΗ;
«Με γνώριζε ο Ανανιάδης και είπε στον τότε πρόεδρο του ΑΡΗ, τον Καμπάνη, ότι υπήρχε ένας παίκτης στην Ουγγαρία που αξίζει να ασχοληθούμε. Ο Καμπάνης έστειλε τον Συρόπουλο και ήρθαν να με δουν. Ο Συρόπουλος ήρθε με μια ανοιχτή Mercedes στην Ουγγαρία, αυτοκίνητο που τότε δε βλέπαμε ούτε σε φωτογραφία! Μπαίνω μέσα και του λέω «πάνε με βόλτα και υπογράφω!».

-Εκτός απ’ τη ζωή όμως, «δέσατε» πολύ και στο γήπεδο. Συνθέτατε φοβερή δεξιά πλευρά.
Γιώργος Ζήνδρος: «Δεθήκαμε και ποδοσφαιρικά, γιατί είχαμε μάθει το ποδόσφαιρο με τον ίδιο τρόπο. Τότε οι Ουγγαρία και Ρουμανία ήταν καλές σχολές. Μας ένωναν τα ίδια γούστα στη μουσική, στη διασκέδαση, αλλά κυρίως το ποδόσφαιρο. Εμείς θέλαμε πάσες, να κρατάμε μπάλα, να παίζουμε πιο στρωτά. Για εκείνη την εποχή, ο Κώστας ήταν πολύ μοντέρνο μπακ. Τότε όταν έπαιζες πλάγιος μπακ και έφτανες το κέντρο, σου φώναζαν «σταμάτα».

Κώστας Μόκαλης: «Εγώ βέβαια έγινα καταλάθος μπακ! Πάντα έπαιζα ως χαφ, αλλά άλλαξε η μοίρα μου λόγω του Παναγούλια. Παίζαμε με τον Ολυμπιακό εκτός έδρας και ο Σταυρόπουλος είχε κάνει «λιώμα» τον Τζιφόπουλο. Χάναμε 3-1 στο ημίχρονο. Με πιάνει ο Παναγούλιας στο ημίχρονο και μου λέει θα παίξεις μπακ. Εγώ πήγαινα συνέχεια μπροστά, ο Σταυρόπουλος έγινε αλλαγή γιατί δεν μπορούσε να με ακολουθήσει και παραλίγο να ισοφαρίσουμε σε 4-4! Από τότε έμεινα μπακ».

-Τι συναισθήματα σας βγάζει ο ΑΡΗΣ;
Κ.Μ.: «Δε με επηρεάζουν αυτά που γίνονται τα τελευταία χρόνια. Εγώ θα είμαι μια ζωή ΑΡΗΣ. Ο ΑΡΗΣ με έκανε επαγγελματία και μου έδωσε την ευκαιρία να γνωρίζω πάρα πολύ καλούς φίλους. Τα χρόνια που πέρασα με τον ΑΡΗ, η πορεία στην Ευρώπη, ο κόσμος, τα ντέρμπι. Αυτά μένουν στο μυαλό και δε φεύγουν».

Γ.Ζ.: «Έτσι είναι, όπως τα λέει ο Κώστας. Βέβαια, η σημερινή κατάσταση μας στεναχωρεί. Δεν μπορούμε να τα βλέπουμε, αλλά δεν μπορούμε και να απέχουμε. Εγώ πάω σ’ όλα τα παιχνίδια, με στεναχωρεί που ο ΑΡΗΣ δεν είναι εκεί που πρέπει. Χρειάζεται να βρεθεί ένας άνθρωπος που θα δώσει όραμα, ακόμη κι αν χρειαστεί 2-3 χρόνια. Να ηγηθεί κάποιος, οικονομικά δυνατός, να προσφέρει όραμα και πίστη, με προγραμματισμό. Όπως κάνει η Λειψία στη Γερμανία».

-To μπαράζ του Βόλου είναι ένα απωθημένο;
Γ.Ζ.: «Κοιμόμαστε και ξυπνάμε μ’ αυτό το μπαράζ. Είναι ο εφιάλτης μας. Ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να μας συμβεί. Αυτό το παιχνίδι ίσως να άλλαζε την ιστορία του ΑΡΗ και τις καριέρες όλων μας».

Κ.Μ.: «Είχαμε δύο δοκάρια στο πρώτο ημίχρονο, τους διαλύσαμε, αλλά η μπάλα δεν πήγε μέσα. Στο δεύτερο ημίχρονο απλά κέρδισε ο καλύτερος. Αυτό το ματς σου μένει για πάντα, γιατί αισθάνθηκες ότι έφτασες τόσο κοντά».

-Γιατί ειπώθηκαν περίεργα πράγματα για εκείνο το παιχνίδι;
Γ.Ζ.: «Πάντα όταν χάνεις, αρχίζουν οι φήμες. Δηλαδή, γιατί στο πρώτο ημίχρονο ήμασταν τόσο καλοί; Μας έβαλε το 1-0 ο Κουσουλάκης στο 46’, από καθαρή τύχη. Μετά από τέσσερα χρόνια πήγα στον Ολυμπιακό και του λέω του Κουσουλάκη: «έναν τίτλο θα παίρναμε ρε μ… και πήγες και έβαλες γκολ». Και μου απαντάει: «Είναι το μοναδικό γκολ της καριέρας μου με το αριστερό πόδι». Τι να κάνεις… Θυμάμαι εκείνο το ματς λεπτό προς λεπτό».

Κ.Μ.: «Ήμασταν η καλύτερη ομάδα της Ελλάδας. Είχαμε σούπερ παίκτες, αλλά δεν το πιστεύαμε. Σε θέματα διοίκησης και οργάνωσης, ήμασταν πολύ κατώτεροι απ’ την Αθήνα. Και ακόμη έτσι είναι για όλες τις ομάδες της Θεσσαλονίκης».

-Τουλάχιστον, σας έμεινε η φοβερή πορεία στην Ευρώπη.
Γ.Ζ.: «Εκείνες οι 2-3 χρονιές ήταν η ευκαιρία μας να πετύχουμε πολλά. Κάναμε φοβερή πορεία στην Ελλάδα, γίναμε η πρώτη ομάδα στην ιστορία με 17/17 εντός έδρας νίκες. Στην Ευρώπη σταθήκαμε άτυχοι, γιατί μετά τη Σεντ Ετιέν, την επόμενη σεζόν αντιμετωπίσαμε στον πρώτο γύρο τη φοβερή Ίπσουιτς, η οποία τελικά κατέκτησε το τρόπαιο. Είχε φοβερούς παίκτες όπως οι Μάρινερ και Γκέιτς. Παίκτες επιπέδου Εθνικής Αγγλίας».

Κ.Μ.: «Αυτούς τους παίκτες του βλέπαμε μόνο στην τηλεόραση! Και εμείς όχι μόνο τους κοντράραμε, αλλά παραλίγο να τους αποκλείσουμε κιόλας. Ο Πορτογάλος διαιτητής μας έδωσε τέσσερα πέναλτι στο πρώτο ματς (5-1) και απέβαλε τον Φοιρό. Στη ρεβάνς, ήμασταν 3-0 στο 60’ και θέλαμε ακόμη ένα γκολ, αλλά εκεί η Ίπσουιτς σκόραρε. Μετά το ματς ο Μάρινερ μας έλεγε ότι δεν είχαν ξαναδεί τον προπονητή τους, Μπόμπι Ρόμπσον, ξανά τόσο φοβισμένο. Είχε πάθει πλάκα. Αυτές είναι οι καλύτερες στιγμές της καριέρας μου».

-Από εκείνα τα ματς (Περούτζια, Μπενφίκα), ποιο ήταν ο πραγματικός άθλος;
Γ.Ζ.: «Εγώ νομίζω ότι ήταν το εκτός έδρας ματς με την Μπενφίκα (σ.σ.: ήττα 2-1, αλλά πρόκριση λόγω της νίκης 3-1 στο πρώτο ματς). Είχε φοβερή ομάδα με απίστευτους παίκτες, όπως οι Νενέ, Σαλάνα, Ρεϊνάλντο. Η Μπενφίκα τότε ήταν απ’ τα πρώτα ονόματα της Ευρώπης».

Κ.Μ.: «Συμφωνώ. Στο πρώτο ημίχρονο δεν περάσαμε τη σέντρα, βλέπαμε μόνο τα νούμερα των παικτών, φάτσες δεν προλαβαίναμε! 70.000 κόσμος μας έβριζε απ’ το πρώτο λεπτό. Όταν μπήκε το γκολ του Σεμερτζίδη όλοι σώπασαν. Μετά το ματς, περιμέναμε τέσσερις ώρες στα αποδυτήρια. Ήθελαν να μας λιντσάρουν οι Πορτογάλοι!».

-Από εκείνη τη μεγάλη ομάδα του ΑΡΗ, ποιος ήταν ο παίκτης που ξεχώριζε για την τεχνική και γενικά την ικανότητά του;
Γ.Ζ.: «Και εγώ και ο Κώστας αναγνωρίζουμε ότι ήταν ο Πάλλας. Δεν υπήρχε άλλος με την απλότητα και την οξυδέρκεια του Πάλλα».

-Κ. Μόκαλη, ασχολείστε ακόμη με εκπροσώπηση παικτών;
«Έχω πολύ καλές σχέσεις με ομάδες στην Ουγγαρία, ενώ πάντα είμαι μπερδεμένος σε πράγματα στην Αμερική. Θέλω να είμαι ενημερωμένος, γιατί πιστεύω ότι αργά ή γρήγορα θα βοηθήσω κάποια ομάδα με τις γνωριμίες μου σε πολλές χώρες, όπως Νότια Αφρική, Κολομβία, Εκουαδόρ, Αμερική, Σιέρα Λεόνε και άλλες. Εγώ κοιτάω περισσότερο τα ταλέντα, εκεί είναι όλο το «ζουμί», αυτό πρέπει να καταλάβουν όλες οι ομάδες. Δε χρειάζονται πολλά λεφτά για να φτιάξεις κάτι καλό».

-Στο παρελθόν συνεργαστήκατε και με τον ΑΡΗ.
«Έφερα τον Κουεμάχα και τον Φομούμποντ το 2005. Ο πρώτος έκανε πολύ καλή καριέρα, ο δεύτερος έπαιξε πολλά χρόνια στην Ουγγαρία. Αν πίστευαν έναν άνθρωπο για να φέρει ταλέντα από διαφορετικά κράτη, ο ΑΡΗΣ θα ήταν σίγουρα σε καλύτερη μοίρα. Τους κρατάς δύο χρόνια, τους πουλάς και μετά το ίδιο μοτίβο. Ο ΑΡΗΣ πρέπει να έχει αυτή τη λογική. Για εμένα η καλύτερη ομάδα της Ευρώπης είναι η Πόρτο γιατί βγάζει ασταμάτητα παίκτες, έχει σκάουτερ σε όλο τον κόσμο και πάντα έχει ποιότητα. Ο ΑΡΗΣ ψάχνει πάντα μια φίρμα σε μεγάλη ηλικία, αλλά έτσι δε θα έχει αποτέλεσμα. Όταν προσπάθησα να κάνω δουλειές με Κόντη ή Σκόρδα, με άφηναν απ’ έξω. Έκαναν τις δουλειές τους με Ισπανούς ατζέντηδες και σε 5-6 χρόνια έκαναν 85 μεταγραφές και πούλησαν μόλις έναν παίκτη. Αυτά αν τα πεις σ’ έναν επιχειρηματία, θα σε πάρει με τις κλωτσιές. Ο ΑΡΗΣ πρέπει να επενδύσει στις ακαδημίες».

Προτεινόμενα Άρθρα