Βαθιά ριζωμένη Αρειανή Ιδέα

από Περικλής Τράιος

Ήμουν δεν ήμουν τέσσερα χρονών όταν είδα για πρώτη φορά αγωνιζόμενο τον «θεό του πολέμου».

Ήταν Μάιος του 1974…

Στην Ελλάδα υπήρχε ακόμη η στρατιωτική χούντα και τίποτα δεν προμήνυε ότι δυο μήνες αργότερα, θα γίνουν τα δραματικά γεγονότα με την εισβολή στη Κύπρο και την επιστράτευση.

Το πρωτάθλημα εκείνης της περιόδου ήταν στα τελειώματα του και μια όμορφη ανοιξιάτικη και ηλιόλουστη Κυριακή, ο πατέρας μου, αποφασίζει ότι είχε έρθει η ώρα να με πάρει μαζί του στο Χαριλάου.

Θα ήταν η πρώτη φορά!

Ο ΑΡΗΣ ήταν η ομάδα που υποστήριζε ο μπαμπάς.

Ήταν η ομάδα που με καμάρι έλεγα κι εγώ ότι υποστηρίζω, όταν με ρωτούσαν οι μεγαλύτεροι στο κλασσικό : «τι ομάδα είσαι μικρέ;»

Χωρίς να ξέρω, απλά και μόνο επειδή ήταν και ο πατέρας ΑΡΗΣ.

«ΑΡΕΙΑΝΑΡΑ θα λες όταν θα σε ρωτάνε» μου είχε πει χαμογελώντας ένας κύριος, με ένα τεράστιο μουστάκι, ο οποίος περίμενε κι αυτός στην ουρά, για να μπούμε μέσα στο γήπεδο.

Και μπήκαμε.

Αυτό ήταν.

Από εκείνη τη στιγμή, ξεκίνησαν όλα.

Η αλήθεια βέβαια, είναι ότι δεν θυμάμαι και πολλά…

Άλλωστε τι να θυμάται ένα τετράχρονο παιδάκι.

Εκ των υστέρων και ρωτώντας, έμαθα τα πάντα για εκείνη την σημαδιακή μέρα, που είχα πάρει το «βάπτισμα» μου σαν Αρειανός.

«Ο αντίπαλος μας λέγεται Απόλλων Αθηνών» (ΣΣ : η μετονομασία του σε «Απόλλων Σμύρνης» θα γίνει πολλά χρόνια αργότερα)

«Είναι μία ομάδα από μια άλλη πόλη που τη λένε Αθήνα».

«Εμείς έχουμε καλύτερη ομάδα, για αυτό τους βάλαμε τέσσερα γκολ και κερδίσαμε.»

«Η δική μας η ομάδα έχει ατυχία, αλλά και εξαιτίας του διαιτητή δεν μπορέσαμε να πάρουμε το πρωτάθλημα, που τελικά το πήρε μια άλλη ομάδα επίσης από την Αθήνα, ο Ολυμπιακός.»

«Η δική μας ομάδα, είχε βγει στη Τρίτη θέση….»

Αυτά και πολλά πολλά άλλα, αποτελούσαν μέρος από τον βομβαρδισμό των ερωτήσεων που είχα κάνει στον πατέρα μου, στη διάρκεια της επιστροφής μας στο σπίτι.

Στα χρόνια που ακολούθησαν και όσο ζωήρευε και γίνονταν ολοένα και πιο έντονη η ενασχόληση μου με την ομάδα, είχα μάθει τα πάντα για εκείνο τον αγώνα, της 32ης αγωνιστικής (περίοδος 1973-74) με τον Απόλλωνα, τον οποίον ο ΑΡΗΣ είχε κερδίσει με σκορ 4-1 και ουσιαστικά, είχε καπαρώσει τη 3η θέση πίσω από Ολυμπιακό και Παναθηναικό, εξασφαλίζοντας την συμμετοχή του στο κύπελλο ΟΥΕΦΑ.

Ωστόσο, όσο κι αν ήμουν μικρό παιδάκι και δεν θυμόμουν σχεδόν τίποτα από όλα όσα είχαν γίνει, υπήρχαν τρία πράγματα που με είχαν εντυπωσιάσει.

 Είχαν αποτυπωθεί στη μνήμη μου και ακόμη και σήμερα, 48 χρόνια μετά, παραμένουν ακόμη ανεξίτηλα και τα θυμάμαι, σαν να μην πέρασε μια μέρα.

Θυμάμαι λοιπόν με νοσταλγία, εκείνο το περίεργο κιτρινόμαυρο κωνικό καπελάκι, που μου είχε αγοράσει ο πατέρας μου για να προστατεύομαι από τον ήλιο.

Είχε ζέστη εκείνη τη μέρα και θυμάμαι ήταν πάρα πολλοί αυτοί που φορούσαν ίδιο καπέλο με το δικό μας.

Ήταν σήμα κατατεθέν μια ολόκληρης εποχής εκείνα τα καπέλα σε σχήμα κώνου.

Το δεύτερο που θυμάμαι ήταν το πόσο με είχε εντυπωσιάσει η εικόνα με το πράσινο γκαζόν.

Στα παιδικά μου μάτια, φάνταζε μια τεράστια καταπράσινη θάλασσα με άσπρες γραμμές.

Τέλος, αυτό που το θυμάμαι ακόμη και σήμερα και αναμφίβολα με σημάδεψε, ήταν ο χαμός που είχε γίνει όταν βγήκε η ομάδα.

Το πανηγύρι που είχε δημιουργηθεί, όταν βγήκαν οι παίκτες που φορούσαν τα κίτρινα.

Οι παίκτες του ΑΡΗ.

Δεν το ξεχνάω.

Φωνές, τραγούδια, χειροκροτήματα, και ξαφνικά ήρθαν τρέχοντας προς το μέρος μας και πετάξανε ανθοδέσμες με λουλούδια στο κόσμο!

Ήταν οι παίκτες μας.

Η ομάδα μας.

Ο ΑΡΗΣ ΜΑΣ.

Ήταν ο πρώτος αγώνας που είχα βρεθεί στο Χαριλάου και είχα δει τον ΑΡΗ μας.

Από εκείνη τη μέρα κι όσο μεγάλωνα, θα ακολουθήσουν πολλές φορές όπου θα πηγαίναμε με τον πατέρα μου στο γήπεδο να παρακολουθήσουμε την ομάδα.

Έξι χρόνια μετά, θα έρθει η στιγμή όπου για πρώτη φορά, θα πάω μόνος μου!

Το ημερολόγιο έδειχνε 1 Οκτωβρίου 1980 κι εγώ ήμουν μαθητής στη Ε΄Δημοτικού.

Ο ΑΡΗΣ υποδέχονταν την Ίπσουιτς για ευρωπαικό αγώνα, με μια μεγάλη και ευχάριστη ανατροπή, ότι δεν θα έπαιζαν στο Χαριλάου, αλλά στο Καυτανζόγλειο!

Από την ημέρα που το είχα μάθει, είχα φάει τρελό ξεσήκωμα.

Ήταν μια τεράστια πρόκληση.

Είχα βάλει στόχο να δω αυτό το ματς. 

Ο αγώνας θα γίνονταν δίπλα στο σπίτι μου!

Γιατί άλλο Τριανδρία-Χαριλάου κι άλλο Τριανδρία-Καυτανζόγλειο…

Πως να πάει ένας δεκάχρονος μόνος του από την Τριανδρία στο Χαριλάου, το 1980…

Έμοιαζε με ταξίδι, και μάλιστα απαγορευμένο.

Το Καυτανζόγλειο όμως, ήταν μια ανάσα!

Ήθελα πάρα πολύ να πάω αλλά θα έπρεπε κάτι να σκαρφιστώ και να πάω μόνος, καθώς ο πατέρας μου είχε φύγει εκτός Θεσσαλονίκης για επαγγελματικούς λόγους και η μάνα μου, δεν υπήρχε περίπτωση να με άφηνε να πάω μόνος μου.

Το «ΟΧΙ» της κα Δήμητρας, ήταν πιο δυνατό και από αυτό του Μεταξά το 40.

Τελικά, από δω το έφερα, από εκεί το έφερα, στο τέλος τα κατάφερα.

Με υπομονή και επιμονή, με καλό σχεδιασμό και οργάνωση, αλλά πάνω απ΄όλα με πίστη και αποφασιστικότητα, τα κατάφερα και έζησα μια απίστευτη στιγμή, που ακόμη και τώρα την θυμάμαι και γεμίζει η ψυχή μου όμορφα συναισθήματα,.

Για να τα καταφέρω, πρώτα απ΄όλα χρειάστηκε να επιστρατεύσω τον Κώστα, ένα παιδικό μου φιλαράκι στη γειτονιά.

Επίσης χρειάστηκε να πούμε ένα μικρό και…αθώο ψεματάκι, ότι θα πάμε να παίξουμε μπάλα στου Αχιλλέα… (στο γήπεδο του Αχιλλέα Τριανδρίας).

Αυτό έγινε.

Μετά το σχολείο, πήγα άφησα τη τσάντα στο σπίτι, πήρα τη μπάλα και ετοιμάστηκα να πάω για παιχνίδι.

Ατάραχος και σαν να μην συμβαίνει τίποτα, χαιρέτισα την γιαγιά η οποία με έκανε τεμενάδες ως τη πόρτα, να κάτσω πρώτα να φάω και μετά να βγω.

Τίποτα.

Δεν κρατιόμουνα!

Όμως, λίγο πριν περάσω το κατώφλι, ακούστηκε  ο ήχος της φωνής που δεν ήθελα να ακούσω…

Με το που άκουσα το «Περικλή…», δεν το κρύβω ότι με έπιασε ένα τρέμουλο…

«Κοίτα να μην αργήσεις. Έχεις διάβασμα» μου είπε η μάνα μου την ώρα που ξεφυσούσα ανακουφισμένος κι έκλεινα την πόρτα να φύγω.

Ευτυχώς, το είχε ξεχάσει οτι ο ευρωπαικός αγώνας που παίζει ο ΑΡΗΣ με την Ίπσουιτς και μου είχε απαγορεύσει ρητά και κατηγορηματικά να πάω όταν της το είχα αναφέρει λίγες μέρες πριν, ήταν εκείνη τη μέρα. 

Αλλιώς, δεν υπήρχε περίπτωση να μην καταλάβαινε ότι σκαρώνω κάποια πονηρία…

Δε θα ξεχάσω ποτέ, την αίσθηση που ένιωθα όταν βγήκα από το σπίτι και άρχισα να περπατάω στο δρόμο.

Κατηφόριζα την οδό Καραισκάκη με τον Κώστα και ένιωθα μια γλυκιά αίσθηση ότι στο πρώτο σκέλος τα είχαμε καταφέρει.

Ήξερα πως πλέον μπορώ να πάω στο Καυτανζόγλειο και με λίγη τύχη, μπορεί να μπω και να δω το παιχνίδι.

Περπατούσαμε πολύ γρήγορα και αφού χωθήκαμε μέσα από τα στενά, κόψαμε δρόμο μέσα από το ρέμα στο Νησάκι και βγήκαμε κατευθείαν στο Στάδιο. 

Τότε η Λεωφ. Κατσιμίδου δεν υπήρχε και στη θέση της ήταν το Νησάκι, το ρέμα, που χώριζε τη Τριανδρία από το Καυτανζόγλειο.

Ο αγώνας, άρχιζε στις 3:30 το μεσημέρι και όπως έλεγαν όλοι, αλλά και έγραφαν οι εφημερίδες, θα ήταν πολύ δύσκολα για να τα καταφέρουμε.

Παίζαμε με μια ομαδάρα, η οποία ένα χρόνο πριν είχε πάρει το κύπελλο Αγγλίας και επί τρία συνεχόμενα χρόνια τερμάτιζε δεύτερη, χάνοντας το πρωτάθλημα στις λεπτομέρειες, ενώ είχε στις τάξεις της οκτώ διεθνείς στην εθνική Αγγλίας, Σκωτίας και Ολλανδίας.

Έδειχνε αδύνατο να τα καταφέρει ο ΑΡΗΣ και να ανατρέψει το βαρύ 5-1 που είχε χάσει στην Αγγλία, με μια πρωτόγνωρη σφαγή από τον διαιτητή, που είχε δώσει τρία πέναλτι υπέρ της Ίπσουιτς.

Μεγάλη τρέλα εκείνη τη μέρα…

Ο πατέρας μου ήθελε να σπάσει το ραδιόφωνο από τα νεύρα του, (ο πρώτος αγώνας δεν είχε μεταδοθεί τηλεοπτικά) με όλες αυτές τις αποφάσεις του διαιτητή.

Κι όμως, παρά το βαρύ σκορ του πρώτου αγώνα και τις μηδαμινές έως ανύπαρκτες πιθανότητες για πρόκριση, ο κόσμος είχε ξεσηκωθεί πιστεύοντας στο θαύμα.

Άλλωστε εκείνη η πολύ μεγάλη ομάδα του ΑΡΗ, ήταν ομάδα με καρδιά πρωταθλητή και ψυχή ατσάλινη.

Δε θα ξεχάσω ποτέ την εικόνα που είχα αντικρύσει, μόλις είχαμε βγει από το ρέμα και βρεθήκαμε στο ανάχωμα πίσω από το πέταλο με το ορολόι.

ΚΟΣΜΟΠΛΗΜΜΥΡΑ.

Ήταν χιλιάδες κόσμος που πήγαινε κι έρχονταν.

Με σημαίες, με κασκόλ, με νταούλια, με ροκάνες.

Τα χάσαμε με το φιλαράκι μου.

«Τώρα τι κάνουμε…;»

Δεν χρειάστηκε να το σκεφτώ πολύ.

Και μόνο το γεγονός ότι είχα σκαρώσει ολόκληρο σενάριο για να τα καταφέρω και είχα φτάσει λίγα μέτρα πριν πετύχω το στόχο μου, ήταν αρκετό για να αποφασίσω.

«Εγώ θα πάω…» του είπα, κράτησα σφιχτά τη μπάλα στο αριστερό μου χέρι και κατηφόρισα προσεκτικά το ανάχωμα με κατεύθυνση την είσοδο.

Το επόμενο βήμα ήταν συγκεκριμένο και το κόλπο γνωστό.

Έπιανες κάποιον λίγο πριν μπει και τον ρωτούσες την κλασσική ερώτηση :

«Θείο, θα με βάλεις μέσα;».

Τότε όλους τους λέγαμε έτσι: «θείο»!

Κι αυτό ήταν το κλασσικό κόλπο για να μπεις, καθώς όλα τα παιδιά που συνοδεύονταν από μεγάλους, τα βάζανε τζάμπα.

Αυτό ήταν.

Η τύχη μας χαμογέλασε για ακόμη μια φορά.

Μια παρέα από κάποιους κυρίους, μας πέρασε.

Ο στόχος επετεύχθη!

Ήμουν μέσα στο Καυτανζόγλειο και θα παρακολουθούσα το σπουδαίο αυτό παιχνίδι και μάλιστα από το πέταλο στο ορολόι, όπου βρίσκονταν οι φανατικοί!

Εκατοντάδες σημαίες, κορδέλες, πανό, τύμπανα, καπνογόνα, ιαχές, συνθήματα και μια εκπληκτική ατμόσφαιρα που με είχε συνεπάρει.

«Τεσσάρα, τεσσάρα στην Ίπσουίτς…» ήταν ένα από τα συνθήματα που μου έχουν μείνει.

Ενώ το άλλο έλεγε… 

«Αρειανάρα ομαδάρα σ’αγαπώ, Αρειανάρα ομαδάρα σ΄αγαπώ, γιατι είσαι στην Ελλάδα η καλύτερη ομάδα, Αρειανάρα ομαδάρα σ΄αγαπώ…»

 Ωστόσο, η γλυκιά αυτή περιπέτεια, όχι μόνο δεν είχε ακόμη τελειώσει, αλλά λίγα λεπτά μετά, θα συνεχίζονταν…

Το ματς άρχισε και πολύ νωρίς, έγινε το ΜΠΑΜ.

Στο 4ο λεπτό, ο Τσιριμώκος κάνει το 1-0!

ΠΑΝΖΟΥΡΛΙΣΜΟΣ!

ΤΡΕΛΑ!

ΠΑΝΙΚΟΣ!

Όλοι πετάνε στα ουράνια και είναι τρισευτυχισμένοι, αλλά για εμένα, μόλις είχε αρχίσει η μεγάλη αγωνία…

Δευτερόλεπτα μετά τη επιτυχία του πρώτου γκολ, κάποιος μέσα στη χαρά του, άρπαξε τη μπάλα από τα χέρια μου και την κλώτσησε.

Έλιωσα.

Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου.

Ξαφνικά, αισθάνθηκα ότι βρίσκομαι από τον «παράδεισο» στη «κόλαση»…

Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, η χαρά και η ευτυχία, έδωσαν τη θέση τους στη θλίψη και στον θυμό.

Η μπάλα μου!

Η μπάλα μου, ήταν εκτός ελέγχου και σε κίνδυνο.

Η μπάλα μου, όχι μόνο δεν ήταν στην αγκαλιά μου, αλλά μόλις είχε προσγειωθεί στο ταρτάν μπροστά στο πέταλο, επειδή ένας ηλίθιος, μου την άρπαξε και την κλώτσησε από τη χαρά του.

Όσοι είχατε μπάλα όταν ήσασταν πιτσιρικάδες, καταλαβαίνετε τι σας λέω και σε ποια γλώσσα σας μιλάω.

Η μπάλα ήταν ότι πιο ιερό και σημαντικό υπήρχε στη ζωή.

Η μπάλα ήταν μια θεότητα.

Ειδικά εκείνη η υπέροχη μπάλα μου…

Μου την είχαν αγοράσει και μου την είχαν κάνει δώρο οι γονείς μου, για τα γενέθλια μου της προηγούμενης χρονιάς, τον Αύγουστο του 1979.

Μια εκπληκτική Tango Adidas, αυθεντική, ήταν η επίσημη μπάλα στο Μουντιάλ της Αργεντινής του 1978.

Μια μπάλα την οποία είχα καψούρα και δεν θα ξεχάσω ποτέ, πόσο ευτυχισμένος είχα νιώσει την στιγμή που μου την είχαν προσφέρει.

Και τώρα, η μπάλα μου κινδύνευε…

Χάζεψα.

Θύμωσα.

Αλλά ευτυχώς δεν τα έχασα.

Δίχως να χάσω χρόνο, έτρεξα.

Κατέβηκα σε δευτερόλεπτα τις κερκίδες, χώθηκα ανάμεσα στα κάγκελα και βρέθηκα μέσα στο ταρτάν!

Τρέχω και αρπάζω τη μπάλα μου.

Λύτρωση!

Ήταν ξανά στην αγκαλιά μου.

Απίθανη στιγμή.

Αλησμόνητο συναίσθημα.

Ένιωθα απίστευτη ευτυχία, που την κρατούσα ξανά.

Η αγριοφωνάρα του αστυφύλακα με τη πράσινη στολή, μου έμοιασε εκείνη τη στιγμή, σαν  αγγελική ωδή…

«Τι κάνεις εδώ. Γρήγορα έξω» μου φώναξε.

Ούτε που με ένοιαξε.

Είχα ξανά τη μπάλα μου αγκαλιά κι αυτό ήταν που με ένοιαζε.

«Τώρα βγαίνω. Μου ρίξαν τη μπάλα και μπήκα να την πάρω» του απάντησα με ένα χαμόγελο γεμάτο ικανοποίηση.

Στη συνέχεια, χωρίς να το καταλάβω, λες και κάτι με οδήγησε εκεί, πήγα και κάθισα πίσω από τις διαφημιστικές πινακίδες (βλ φωτογραφία)

Από εκεί έζησα όλο το υπόλοιπο παιχνίδι.

Από εκεί είδα το εκπληκτικό γκολ του Δράμπη, με εκείνο το απίστευτο σουτ…

Από εκεί έζησα το 3-0 που έγινε στο απέναντι τέρμα και δεν το είχα δει καλά, αλλά ήταν φοβερές οι στιγμές που ακολούθησαν…

Ειλικρινά δεν μπορώ να βρω λόγια να περιγράψω το τι επικρατούσε στο Καυτανζόγλειο, από τις 35.000 οπαδούς του ΑΡΗ, οι όποιοι είχαν κατακλύσει τις κερκίδες και το είχαν μετατρέψει σε ηφαίστειο.

Με απίστευτη τύχη είχε περάσει τότε η Ίπσουιτς.

Η ομάδα η οποία στη συνέχεια, είχε κερδίσει τη διοργάνωση.

Λίγο θέλαμε για να γίνει η ανατροπή…

 Όπως και να χει όμως, ήταν μια γλυκόπικρη γεύση.

Μια γλυκιά μελαγχολία, με συναισθήματα χαράς και ικανοποίησης για τν τεράστια προσπάθεια που είχε καταβάλει η ομάδα, αλλά και στεναχώριας για τον άδικο και άδοξο τρόπο που είχε χαθεί η πρόκριση.

Ήταν η μέρα που ρίζωσε βαθιά μέσα στη ψυχή μου η Αρειανή Ιδέα.

Ήταν η μέρα που ένιωσα το πόσο δυνατά συναισθήματα βγάζω για αυτό τον Σύλλογο.

Αυτό τον πολύ μεγάλο Σύλλογο, που υπηρέτησα και συνεχίζω να υπηρετώ με σοβαρότητα, με συνέπεια, με αίσθημα ευθύνης, με ευσυνειδησία και με ένα και μόνο στόχο και σκοπό, να προασπίζω τα συμφέροντα του με αυταπάρνηση και να αναδεικνύω το μεγαλείο του, ΠΑΝΤΟΥ και ΠΑΝΤΑ.

Πατέρα μου, να είσαι καλά και πάντα, να είσαι γερός και δυνατός κοντά μας και μακάρι να μας αξιώσει ο Θεός, να πανηγυρίσουμε σύντομα έναν τίτλο, που τόσο πολύ θέλυμε.

Σε ευχαριστώ πολύ, γιατί με έμαθες να υποστηρίζω και να αγαπώ αυτόν τον Σύλλογο.

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΑΡΕΙΑΝΑΡΑ ΜΟΥ!!!

 

Προτεινόμενα Άρθρα